- συγγραμματεύς
- συγ-γραμμᾰτεύς, έως, ὁ,A fellow-γραμματεύς, BGU451.14 (i/ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγραμματεύς — έως, ὁ, Α [γραμματεύς] αυτός που ασκεί τα καθήκοντα γραμματέα μαζί με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek
συγγραμματεύω — Α [συγγραμματεύς] είμαι συγγραμματεύς* … Dictionary of Greek